παιωνικός

παιωνικός
παιων-ικός, ή, όν,
A healing,

φάρμακα Gal.19.169

;

ἐνέργειαι Procl. in Cra.p.100

P.
II (

Παιάν 111

) paeonic,

ῥυθμοποιίαι Plu.2.1143d

;

κῶλον Demetr. Eloc.41

, Sch.Ar.Eq.303; [μέτρον] Heph.13.1
.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιωνικός — παιωνικός, ή, όν (Α) [παιών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός 2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • παιωνικός — healing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικά — παιωνικός healing neut nom/voc/acc pl παιωνικά̱ , παιωνικός healing fem nom/voc/acc dual παιωνικά̱ , παιωνικός healing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικῶν — παιωνικός healing fem gen pl παιωνικός healing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικόν — παιωνικός healing masc acc sg παιωνικός healing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικαῖς — παιωνικός healing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικαί — παιωνικός healing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικοῦ — παιωνικός healing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικούς — παιωνικός healing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνική — παιωνικός healing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικήν — παιωνικός healing fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”